- Δυτικές Ινδίες
- (West Indies). Παλαιότερη ονομασία για τις βρετανικές αποικίες των νησιών της Καραϊβικής θάλασσας. Βλ. λ. Καραϊβική· Αντίλλες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ινδίες — Γεωγραφικός όρος, σπάνια χρησιμοποιούμενος πλέον, ο οποίος υποδηλώνει δύο μεγάλες περιοχές, πολύ απομακρυσμένες μεταξύ τους: μία στη νοτιοανατολική Ασία, που ονομάζεται Ανατολικές Ινδίες, και μία στην Κεντρική Αμερική, που ονομάζεται Δυτικές… … Dictionary of Greek
Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από … Dictionary of Greek
Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών — Εμπορική εταιρεία της Μεγάλης Βρετανίας στη διάρκεια της αποικιοκρατίας (17ος 19ος αι.). Ονομάστηκε έτσι σε αντιδιαστολή προς τις Δυτικές Ινδίες, όπως ονομάζονταν τότε οι βρετανικές κτήσεις στην Καραϊβική (Αμερική). H Ε.Α.Ι. ιδρύθηκε το 1600 από… … Dictionary of Greek
κιτριά — Εσπεριδοειδές φυτό της οικογένειας των ρουτιδών (δικοτυλήδονα), το οποίο κατάγεται από την Ινδία. Η επιστημονική του ονομασία είναι κίτρο το μηδικό. Ήταν γνωστό στους αρχαίους Έλληνες, όπως αναφέρει ο Θεόφραστος, και ο καρπός του, το κίτρο,… … Dictionary of Greek
σισυρίγχιο — το / σισυριγχίον, ΝΑ βοτ. νεοελλ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων ποωδών φυτών που ανήκει στην οικογένεια ιριδίδες τής τάξης ιριδώδη, με 80 περίπου είδη ποών που απαντούν στην Αμερική και στις Δυτικές Ινδίες αρχ. το ποώδες φυτό ίριδα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
σουιετενία — και σουιτενία, η, Ν βοτ. γένος φυτών που ανήκει στην οικογένεια μελιίδες τής τάξης ρουτώδη, από τα είδη τού οποίου στην τροπική Αμερική και στις Δυτικές Ινδίες, που είναι γνωστά ως ακαζού, λαμβάνεται το γνήσιο μαόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < swietenia,… … Dictionary of Greek
Άγιος Χριστόφορος και Νέβις — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική ΑμερικήΤο κράτος αποτελείται από δύο νησιά: τον Ά.Χ. (176,2 τ. χλμ.) και το Ν. (93,2 τ. χλμ.), 3,3 χλμ. ΝΑ του Α.Χ.Τα νησιά χωρίζονται από το στενό Νάροους. Βρίσκονται στο βορειότερο άκρο… … Dictionary of Greek
Αζόρες — (Azores). Νησιωτικό σύμπλεγμα (2.305 τ. χλμ., 242.000 κάτ. το 2001) του βόρειου Ατλαντικού. Ανήκει πολιτικά στην Πορτογαλία και αποτελεί τμήμα του μητροπολιτικού εδάφους της. Βρίσκεται μεταξύ 36° 55’ και 39° 43’ βόρειου πλάτους και 25° 1’ και 31° … Dictionary of Greek
Βάγκνερ, Μόριτς — (Moriz Wagner, 1813 1887). Γερμανός εθνολόγος, αδελφός του φυσιολόγου Ροδόλφου Βάγκνερ. Ασχολήθηκε με την επιστήμη της εθνολογίας και έκανε πολλά επιστημονικά ταξίδια στη Β Αφρική, τον Καύκασο, την Αρμενία, το Κουρδιστάν, την Περσία, τον Καναδά,… … Dictionary of Greek
Βανκούβερ, Τζορτζ — (George Vancouver, 1757 1798). Ονομαστός Άγγλος θαλασσοπόρος. Αξιωματικός του βρετανικού ναυτικού, πήρε μέρος στις εξερευνήσεις του Τζέιμς Κουκ, γεγονός στο οποίο και οφείλει κυρίως τη φήμη του. Ο Β. υπηρέτησε για πολλά χρόνια στις Δυτικές Ινδίες … Dictionary of Greek